Βράβευση προέδρου ΚΕΔΕ Λ.Κυρίζογλου από τον Δήμο Καστοριάς για την προσφορά του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση
Τον πρόεδρο της ΚΕΔΕ και δήμαρχο Αμπελοκήπων-Μενεμένης Θεσσαλονίκης Λάζαρο Κυρίζογλου, για την προσφορά του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, τίμησε με απονομή πλακέτας, ο Δήμος Καστοριάς, δια του Δημάρχου Γιάννη Κορεντσίδη, κατά την διάρκεια εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε χθες Κυριακή 8/12 στην στην κατάμεστη από κόσμο, αίθουσα εκδηλώσεων του Ενυδρείου Καστοριάς «Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος». Από τη μεριά του ο κ. Κυρίζογλου πρόσφερε στον Δήμαρχο Καστοριάς, ένα δάφνινο στεφάνι.
Μετά την απονομή τιμητικής πλακέτας ακολούθησε ομιλία του κ. Κυρίζογλου με θέμα «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Μία Θρησκευτική, Εθνική και Πολιτικοκοινωνική Προσέγγιση» την οποία αφιέρωσε στον αείμνηστο καθηγητή του ΑΠΘ Στάθη Πελαγίδη ενώ έκανε ειδική μνεία στον αείμνηστο φιλόλογο καθηγητή Νικόλαο Τσιφλικιώτη.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν, η Βουλευτής ΝΔ Μαρία Αντωνίου, οι Δήμαρχοι Καστοριάς Γ. Κορεντσίδης, Άργους Π. Κεπαπτσόγλου, Νεστορίου Χ. Γκοσλιόπουλος, οι Αντιδήμαρχοι Δ. Λίτσκας, Σ. Πέλκας, Γ. Γκόγκας, οι Δημοτικοί Σύμβουλοι Π. Συτιλίδης, Δ. Στυλιάδης, Λ. Ζήσης, Θ. Αναστασίου, Χ. Δούκης και οι πρώην Δήμαρχοι Μ. Χατζησυμεωνίδης, Α. Αγγελής, Ν. Τοτονίδης, Χ. Σωτηριάδης, Σ. Τέρψης ενώ παρέστησαν και συμμαθητές και απόφοιτοι της τάξης του 1973 του Λυκείου Καστοριάς.
Ο Δήμος Καστοριάς τίμησε σήμερα έναν άνθρωπο που έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει τα μέγιστα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τον Πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος, Δήμαρχο Αμπελοκήπων-Μενεμένης Ν. Θεσσαλονίκης και Συμπατριώτη μας, Λάζαρο Κυρίζογλου.
Αποτελεί τεράστια τιμή για τον Δήμο μας να βρίσκεται στο ανώτατο αξίωμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ Βαθμού ο Λάζαρος Κυρίζογλου, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καστοριά και στη μετέπειτα πορεία του διέπρεψε σε όλους τους τομείς. Βαθύτατα συγκινημένος, ο Πρόεδρος της ΚΕΔΕ μου δώρισε ένα δάφνινο στεφάνι, και σε όλους τους Καστοριανούς, αφιέρωσε την ομιλία του για τον σημαντικότατο Έλληνα λογοτέχνη Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με μια διαφορετική, θρησκευτική, κοινωνικοπολιτική και εθνική προσέγγιση. Φίλε Λάζαρε, σου εύχομαι από καρδιάς να συνεχίσεις την τόσο επιτυχημένη πορεία σου και το σπουδαίο έργο σου!» Δήλωσε ο Δήμαρχος Καστοριάς Γιάννης Κορεντσίδης.
Αποδεχόμενος την τιμή, ο Δήμαρχος Αμπελοκήπων-Μενεμένης και Πρόεδρος της ΚΕΔΕ δήλωσε: «Είναι αυτονόητο η χαρά και η συγκίνηση την οποία νιώθω ευρισκόμενος στον Δήμο μου. Δεν κατάγομαι από εδώ, είμαι από εδώ, γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, Γυμνάσιο-Λύκειο πήγα εδώ και θυμούμαι τους καθηγητές μου. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τους συμμαθητές μου της τάξης του ‘73 του Λυκείου Καστοριάς πολλούς εκ των οποίων, βλέπω εδώ, μα και τους αυτοδιοικητικούς του Νομού μας, τους νυν και τους πρώην. Ευχαριστώ θερμά τον Δήμαρχο Καστοριάς, τον δήμαρχο του Δήμου μου, Γιάννη Κορεντσίδη για την πρωτοβουλία και την τιμή και ευχαριστώ και όλο τον Δήμο Καστοριάς. Ξέρετε, εύκολα δεν αγιάζει κανείς στον τόπο του. Δεν αναγνωρίζεται. Γι’ αυτό είμαι συγκινημένος πάρα πολύ».
Σας παραθέτουμε την ομιλία Δημάρχου Αμπελοκήπων-Μενεμένης Προέδρου ΚΕΔΕ κ. Λάζαρου Κυρίζογλου
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Μία θρησκευτική, εθνική και πολιτικοοικονομική προσέγγιση
Προσφωνήσεις:
Σεβασμιώτατε, κ. Βουλευτές, κ. Δήμαρχε Καστοριάς του Δήμου καταγωγής μου, κύριοι Δήμαρχοι Άργους Ορεστικού και Νεστορίου, Αντιπεριφερειάρχες, Δημοτικοί και Περιφερειακοί Σύμβουλοι.
Αγαπητοί συμμαθητές και συμμαθήτριες της τάξης του 1973 του Λυκείου Καστοριάς.
Η ομιλία μου αφιερώνεται στον αείμνηστο Ευστάθιο Πελαγίδη φιλόλογο-καθηγητή μας στο Λύκειο Καστοριάς. Κάνω μνεία όμως και του ονόματος του αείμνηστου Νικολάου Τσιφλικιώτη στο Γυμνάσιο Νεστορίου. Ο Τσιφλικιώτης φιλόλογος καθαρευουσιάνος της Φιλοσοφικής Αθηνών. Ο Στάθης Πελαγίδης δημοτικιστής της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης. Έτσι λάβαμε ποικίλη τροφή, πολυδιάστατη της θύραθεν παιδείας προσέγγιση. Τιμή στους φυσικούς μας γονείς αλλά και στους πνευματικούς μας γονείς, οι οποίοι μας ανέστησαν πνευματικά.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 -1911) υπήρξε ένας μεγάλος Έλληνας με την αληθινή δηλαδή την πνευματική έννοια του μεγάλου, που όντας από μικρός παθιασμένος με τα γράμματα, μορφώθηκε μόνος του κι έζησε σε απόσταση ασφαλείας από τους «κουλτουριάρηδες» της εποχής του.
Στην εποχή του συνέβησαν πολλά και σημαντικά γεγονότα της νεώτερης Ελληνική Ιστορίας όπως η χρεοκοπία (δηλ. η πτώχευση) επί Χαριλάου Τρικούπη το 1893 με το γνωστό «δυστυχώς επτωχεύσαμε», οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 1896, ο επονομαζόμενος ατυχής πόλεμος με την ήττα από τους Τούρκους το 1897, το κίνημα στο Γουδί του 1909.
Την περίοδο, επί Χαριλάου Τρικούπη, του «δυστυχώς επτωχέυασμεν» ο Παπαπδιαμάντης έγραψε: «… ήλθον εις την νήσον ημών τινές ξένοι χρηματισταί. Οι εντόπιοι ησύχαζον καλλιεργούντες τα ίδια αυτών κτήματα. Ήλθαν εις την ανάγκην να ζητήσωσι χρήματα. Οι ξένοι προσέφεραν τα χρήματα, υποθηκεύσαντες τα κτήματα. Μετ’ ου πολύ οι δανεισταί εχζήτησαν τα χρήματα. Ανεχώρησαν λαβόντες μεθ’ εαυτών και τα κτήματα». Η παρούσα επισήμανσή μου και κάθε άλλη που θα ακολουθήσει, βεβαιωθείτε ότι έχει απόλυτη σχέση με κάθε τι κακώς κείμενο ή επισυμβάν τα τελευταία χρόνια αλλά και σήμερον.
Όταν γεννήθηκε ο Παπαδιαμάντης η Ελλάδα είχε 1.015.000 κατοίκους (1851) κι όταν πέθανε (1911 είχε 2.701.000 κατοίκους. Η Αθήνα το 1879 είχε 63.000 κατοίκους και το 1907 είχε 168.000 κατοίκους).
Υπήρξε συγγραφέας ποιητικότατος. Υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα με την έννοια ότι έγραφε για να βιοποριστεί αλλά και δημοσιογράφος δηλαδή σχολιαστής των δημοσίων πραγμάτων. Λιτοδίαιτος και ολιγαρκής.
Ιδού ένα περιστατικό που το αναφέρει ο Νιρβάνας, συνάδελφος του Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα «Άστυ» την περίοδο 1899-1902: Όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα, του προσφέρθηκε μισθός 150 δραχμών. Βλέποντας όμως τον Σκιαθίτη απορροφημένο στους συλλογισμούς του, ο διευθυντής τον ρώτησε: «Μήπως είναι λίγα;» «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό», απάντησε τότε εκείνος, κι έφυγε χωρίς να προσθέσει λέξη, βιαστικός και ντροπαλός. Έτσι… φέρονται και πολλοί εκ των σημερινών διαπλεκομένων αδηφάγων εργολάβων της ενημέρωσης του λαού μας. Αποκαλώ δε και ονομάζω έτσι τους τροπαιούχους του κενού λόγου, τους σκουπιδαραίους της δημοσιολογίας, τους επονομαζόμενους δημοσιογράφους. Όχι φυσικά όλους. Ίσως αυτή η στάση του Παπαδιαμάντη, ο περιορισμός του στ’ αναγκαία, να προκαλεί την μεγαλύτερη αμηχανία σήμερα. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Δημήτρης Νόλλας (βλ. «Φύλλα καπνού», Εστία): «Πίσω από τα λιβάνια και τους ψαλμούς και πίσω από μια γλώσσα που προϋποθέτει παιδεία και άσκηση», γράφει, «κρύβεται ο άνθρωπος που αρνείται να καταλάβει που πάνε τα τέσσερα – που πάει δηλαδή ο Συγγρός, ο δείκτης του ΧΑΑ της εποχής, το Λαύριο και ο εκσυγχρονισμός της Αττικής. Όλα αυτά, με άλλα λόγια, που είναι η πυξίδα του σημερινού αχόρταγου ανθρώπου …».
Ο Παπαδιαμάντης είναι ἕνας μεγάλος κοινωνικὸς καὶ πολιτικὸς συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος πολιτικὸς συγγραφέας τῶν γραμμάτων μας, ὁ βαθύτερος μελετητὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς τῆς δικῆς του ἐποχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν. Ὡς πολιτικὸς συγγραφέας ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι καὶ ὀξύτατος σατιριστὴς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐνόχλησε τότε, ὅπως ἐνοχλεῖ καὶ τώρα. Κι ἐπειδὴ οἱ πολιτικοὶ στοχασμοὶ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦσαν ἄκρως ἐνοχλητικοί, καθότι ἦσαν σωστοί, βρέθηκε καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ταμπέλα τοῦ «συντηρητικοῦ» καὶ τοῦ «ἀντιδραστικοῦ». Αλλά ὅμως κανεὶς προοδευτικὸς δὲν μᾶς ἔχει δώσει μὲ τόση περιγραφικὴ γλαφυρότητα τὴν εὐτέλειά τοῦ τότε καὶ τώρα πολιτικοῦ μας βίου στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ πέτυχε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ περίφημο ἀφήγημα «Οἱ Χαλασοχώρηδες», ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ συνέχειες στὴν Ἀκρόπολη τοῦ Γαβριηλίδη τὸν Αὔγουστο τοῦ 1892. Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἀρνητικὸς ἔναντι τῆς τότε πολιτικῆς, διότι ἔβλεπε νὰ διαμορφώνεται ἕνας πολιτικὸς βίος ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας. Ὅπως πολὺ σωστὰ παρατήρησε ὁ Σπύρος Μελᾶς, «εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε, ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος»..
Κατά τον Παπαδιαμάντη « Η πλουτοκρατία ήτο και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αυτή γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς. Αυτή καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς…»
Εἶπαν κάποιοι ἀφελῶς τὸν Παπαδιαμάντη ἀπολιτικό, ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἀποδοκιμαστικὸς ἔναντι πολιτικῶν ἐκφράσεων τοῦ πολιτικοῦ βίου παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων ἐποχῶν. Ἡ ἄρνηση ὅμως μίας συγκεκριμένης πολιτικῆς πρακτικῆς, ποὺ μετατρέπει τὴν πολιτικὴ ἀπὸ ἄσκηση θυσίας σὲ ἄσκηση λῃστείας, δὲν συνιστᾷ ἔλλειψη πολιτικότητας. Αντίθετα, κανεὶς δὲν ὑπῆρξε τόσο ἀμείλικτα μαστιγωτικὸς κατὰ τῆς πολιτικῆς τῶν ἰσχυρῶν στὸ βαθμὸ ποὺ ὑπῆρξε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἐλέγχοντας τὴν πολιτικῆ τῆς πανίσχυρης Βενετίας, πού, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἦταν ὁ πλανητάρχης τῶν τότε καιρῶν, γράφει στὸ μυθιστόρημα «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Μὴ χάνεσαι» τοῦ Γαβριηλίδη μεταξὺ τῶν μηνῶν Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἡ γενεολογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου καὶ διὰ τῆς …βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…».
Μετὰ ἀπὸ ἕναν τέτοιο στιγματισμό, πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὁ Παπαδιαμάντης ἀπὸ δημοπιθήκους καὶ δημοκόλακες της εποχής του σὰν ἀντιδραστικός; Ἀλλὰ σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται ἡ βαθειὰ πολιτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς ἀνθρώπου. Προτίμησε νὰ πεινάσει παρὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ὑποταχθεῖ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς πολιτικῆς. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε σὰν ζητιάνος ὄχι γιατὶ τοῦ ἄρεσε νὰ εἶναι Διογενικός, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἦταν ἀγαπητὸς στὸν πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ μικρόκοσμο τῆς Σκιάθου καὶ τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπείνασε, ὄχι γιατὶ δὲν ἐδούλεψε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν προσκύνησε κανέναν ἰσχυρὸ οὔτε τῆς πολιτείας, οὔτε τῆς ἐκκλησίας. Πρὸς ὅλους ἦταν ἐξ ἴσου αὐστηρὸς καὶ ὅπου ἔπρεπε ἦταν ἐπικριτικός. Αὐτὸ συνιστᾷ τὴ βαθύτερη πολιτικὴ οὐσία τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος λαϊκὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ – κι ὄχι γιὰ χρηματισμὸ – συνέταξε τὸ πρῶτο καταστατικὸ θεσσαλικοῦ ἀγροτικοῦ συλλόγου, όπου για την αυτοδιοίκηση γράφει:
«Το βιβλιάριον τούτο, το περιέχον το Καταστατικόν της νεωστί αποκατάστασης Κοινότητος του μικρού χωρίου Κοσκινά της Καρδίτσης, μοι φαίνεται ως μια αίγλη φωτός, εν φαεινόν βήμα, εν εύηχον κήρυγμα προόδου, ευημερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Η αλλαγή εξουσίας και Κυβερνήσεως, και η φυσική εντεύθεν ανωμαλία, ή ζύμωσις η εκ του κομματισμού προερχομένη, η ανεπάρκεια και αφροντισία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, των λόγω μεν επαγγελλομένων εκάστοτε την λεγομένη αποκέντρωσιν, πράγματι δε εξασκουσών την συγκεντρωσιν μέχρις αποπνιγμού, και η γειτνίασις του συχνά πλημμυρούντος Παμίσου, όλα ταύτα συλλήβδην υπήρξαν αφορμή όπως μη διοικήται καλώς το χωρίον και φθίνη η Κοινότης. Χάρις τω Θεώ ανέτειλε επ’ εσχάτων η ευεργέτις πρωτοβουλία νεαρών ευπαιδεύτων ανδρών, τέκνων του αυτού χωρίου, εις το πνεύμα των οποίων επήλθε φωτισμός και ευβουλία, προς άρσιν των κακών τούτων».
Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη σήμαινε πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος ἐναντίον αὐτῶν ποὺ αρνούνταν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴ θρησκευτική της ἔκφραση.
Ἰδοὺ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ πολιτικό μας πρόβλημα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημα του «Λαμπριάτικος ψάλτης» που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολη το 1893:
«Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον (δηλαδή εμείς πριν το 1912), εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! Ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἴμοι ἀνικανώτερον, ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος». Ο Παπαδιαμάντης πίστευε πως η επανάσταση του 1821 δεν δικαιώθηκε. Ο λαός που πολέμησε για να βρει την ελευθερία του «απλώς και μόνον μετήλλαξε τυράννους».
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει μία ὁλικὴ σύλληψη περὶ τοῦ Γένους. Δὲν τὸ βλέπει στὰ πλαίσια τῆς ἀπελευθερωμένης νότιας Ἑλλάδος. Γι᾿ αὐτὸν Γένος εἶναι τὸ ποίμνιο τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς πνευματικὴ κεφαλὴ τὴν Βασιλεύουσα καὶ τὸ ὁποῖο ἐν πολλοῖς παραμένει ἀλύτρωτο καὶ χρειάζεται χεῖρα βοηθείας, ποὺ δὲν εἶναι μόνο οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἐνίσχυση, ἀλλὰ πρωτίστως ἐνίσχυση πνευματική, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει ἀποκοπὴ ἀπὸ τὶς πάτριες ρίζες ἐν ὀνόματι κάποιου «ἐκσυγχρονισμοῦ», ποὺ καὶ τότε, ὅπως καὶ τώρα, ταλανίζει τὸ δύσμοιρο Γένος μας. Δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ὅποια ἐξέλιξη ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε ξεγράφει τὶς νεωτερίζουσες τάσεις. Ἁπλῶς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στὴν ἀρχὴ τοῦ «κάθε πρᾶγμα στὸν καιρό του». Καὶ γράφει:
«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλῃ νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἕως ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».
Ἡ θρησκεία ἦταν, γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ἡ πλατειὰ καὶ ἰσχυρὴ βάση πάνω στὴν ὁποία ὄφειλε τὸ Γένος νὰ στηρίξει τὴν πολιτική του. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης, κάνοντας μὲ τὰ λογοτεχνήματά του, τὴ δική του πολιτική, συμπυκνώνει τὸ πολιτικὸ/λογοτεχνικό του δόγμα στὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη.
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν τότε πολιτικὴ πραγματικότητα. Τίποτε ἀναληθέστερο ἀπὸ αὐτό. Τὴν παρακολουθοῦσε σὰν ἄγρυπνος Ἄργος καὶ ἀγωνιοῦσε γι᾿ αὐτό. Ἔγραφε στὴν Ἀκρόπολι τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1896, χρονιὰ τῆς τελέσεως τῶν Α´ Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ ῾στειρεύοντος πρίν, καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον;᾿.
Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.
Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος».
Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ὁ πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ἑλλὰς ζοῦσε τὸ πολιτικὸ μεθύσι ποὺ προσέφεραν οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες. Ἕνα χρόνο μετὰ ἦλθε ἡ ἐπονείδιστη ἧττα τοῦ 1897. Ὁ Παπαδιαμάντης, ἡ γλαῦξ ποὺ θρηνοῦσε ἐπὶ τῶν ἐρειπίων, εἶχε δικαιωθεῖ. Ἀλλὰ πόσοι ἀκοῦνε τὶς γλαῦκες τὶς τότε καὶ τῆς παρούσης ἐποχῆς;
Σ΄ ένα μελέτημά του περί κλήρου και Εκκλησίας το 1896 ο Παπαδιαμάντης έγραψε:
«Νὰ παύσῃ π.χ. ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἂν θέλῃ νὰ ἐγκληματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ νὰ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικᾶς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα οὔτε τοὺς Παπιστὰς καὶ οὔτε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἂς σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην».
Σφάλλουν αφάνταστα ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ καιροῦ μας. Μὲ τὴν «Φόνισσα» θίγει καιρίως τὸ μέγα κοινωνικὸ πρόβλημα τῆς προῖκας, μὲ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», τὸ πρῶτο οἰκολογικὸ διήγημα τῆς λογοτεχνίας μας, θίγει τὸ πρόβλημα τῆς καταστροφῆς τοῦ περιβάλλοντος καὶ δι᾿ αὐτῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ἀσυλλήπτου δραματικότητος ἀφήγημα «Ὁ πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον» θίγει τὶς φοβερὲς πληγὲς τῆς χαρτοπαιξίας καὶ τῆς τοκογλυφίας, τὴν ὁποία, ὡς πολιτικὴ λέπρα στιγματίζει καὶ στὸ «Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», ἐνῷ στὸ πολὺ καυστικὸ «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Δεσπότη», δὲν διστάζει αὐτὸς ὁ θεοσεβὴς νὰ γίνει μαστιγωτὴς τῆς ὑποκριτικῆς καὶ ἄπληστης συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνώτερου κλήρου, ἢ τῆς σιμωνίας τὴν ὁποία φραγγελώνει ἀλύπητα στὸ ἀφήγημα «Ὁ ἀνάκατος».
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπέλεξε συνειδητὴ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴ δημοσιογραφία, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι κοντὰ στὴ φλεγμαίνουσα ζώνη τῆς πολιτικῆς λειτουργίας. Ἦταν μέσα στὴν ψυχὴ τῆς πολιτικῆς, ὅπως ἦταν καὶ μέσα στὴν οὐσία τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ προβολή. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἀκόμη ἡ πολιτικὴ τῶν λόγων, ἡ πολιτικὴ τοῦ θεάματος. Ἀπεχθανόταν τὸν λογοκοπικὸ δημαγωγισμό. Γράφει σ᾿ ἕνα μικρὸ ἀφήγημα τοῦ 1907, τὸ «Ἐπιμηθεὶς εἰς τὸν βράχον» τὰ ἀκόλουθα σωστὰ γιὰ τὶς προτιμήσεις τοῦ λαοῦ: «Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτό… τὸ προκόψαμε» (Α, 467). Καὶ ἂς μοῦ πεῖ ὁποιοσδήποτε (εντός εισαγωγικών) «προοδευτικὸς», ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφέας μας, ποὺ ἔθιξε τὸ πρόβλημα τῶν ναρκωτικῶν, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ ἀληθινὰ συγκλονιστικὸ ἀφήγημα «Κοινωνικὴ ἁρμονία», ποῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1906; Ποιὸς ἔθιξε πρῶτος τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πορνείας, ἂν ὄχι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τολμηρότατο γιὰ τὴν ἐποχή του «Τὸ Ἰδιόκτητο»; Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐρωτῶ κάθε ἐχέφρονα πολίτη, ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος λογοτέχνης μας, ποὺ ἐστιγμάτισε τὸν διχασμὸ ποὺ συνεπάγεται, όχι η πολιτική αλλά ὁ κομματισμός, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸ ἀνεπανάληπτο διήγημα «Τὰ δύο τέρατα», ποὺ γράφτηκε τὸ 1909; Ἀρκεῖ μόνο μία περικοπὴ ἀπὸ αὐτό: «Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας τὸ κόκκινον» (Ε´, 60). Ἕνας ἄλλος παπᾶς γιὰ νὰ μὴ ἐκτεθῇ ἐμφανῶς εἶχε ἁπλώσει στὸ μπαλκόνι του ὅλα τὰ κόκκινα κιλίμιά του, τάχα γιὰ νὰ ἀερισθοῦν!»
Κάποιοι ἐπικριτὲς τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχουν παρατηρήσει ὅτι ὁ Σκιαθίτης πεζογράφος, κι ὅταν ἀκόμη ἀσχολεῖται μὲ τὴν πολιτική, εἶναι πάντα ἐπικριτικός, γιατὶ δὲν πιστεύει στὴν πολιτικὴ καὶ δὲν ἔχει ὅραμα πολιτικό. Ὅμως κι αὐτὴ ἡ παρατήρηση εἶναι λάθος φρικτό, ποὺ ἀδικεῖ τὸν Παπαδιαμάντη, ο ὁποῖος δὲν εἶχε καμμία δυσκολία νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ Χαριλάου Τρικούπη δύο φορές, δίνοντας μάλιστα τὸ καλύτερο πολιτικὸ πορτραῖτο τοῦ Μεσολογγίτη πολιτικοῦ. Ἀσφαλῶς ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας ἦταν σφοδρὸς πολέμιος τῆς μικροπολιτικῆς· εἶχε ὅμως ὅραμα μεγάλης πολιτικῆς; Τὸ ὅραμα ἑνὸς μεγάλου ἔθνους, ἀλλὰ πραγματωμένου μὲ ἄλλες μεθόδους καὶ ἄλλη ἰδεολογία ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἐπίσημα ἐξέφραζε ἡ πολιτικὴ τῆς Ἀθήνας. Ἡ πολιτικὴ τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἐκφραζόταν τότε καὶ μετὰ μὲ τὴν πρακτικὴ ἀποσπάσεως ἐδαφῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπερίσχυε ἡ πολιτικὴ παράδοση τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἐθνικὴ πολιτικὴ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὄχι πολιτικὴ ἀποσπάσεως ἀλλὰ κληρονομιᾶς. Οἱ Ἕλληνες, συνετὰ πολιτευόμενοι, θὰ ἦσαν οἱ φυσικοὶ κληρονόμοι τῆς καταρρέουσας ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἰδιοσυστασία του Ῥωμιός, ἔβλεπε τὸ ἐθνικὸ πρόβλημα μὲ μία εὐρύτερη προοπτική, ποὺ περιεῖχε ὅλους τους Χριστιανοὺς τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Ρωμιοσύνη του δὲν προσέκρουε στὴν Ἑλληνοσύνη του. Οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ μικρὰ ζύμη ποὺ θὰ ζυμοῦσε ὅλο τὸ φύραμα τῶν λαῶν καὶ θὰ τοὺς ἔδινε ἕνα ὅραμα πολιτικό. Ὁ Παπαδιαμάντης, κι ἂν δὲν ἦταν πολιτικός, ἔβλεπε ὡστόσο ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς μποροῦσε νὰ ἐκταθεῖ ἕως ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχε συμπαγὴς ἐθνολογικὴ βάση. Ἀντίθετα, ἡ ἰδέα τῆς Ρωμιοσύνης, ἐμπεριέχοντας καὶ τὴν ἑλληνοσύνη, εἶχε μία διάσταση εὐρύτερη, σχεδὸν οἰκουμενική. Δυστυχῶς, ὁ Δυτικισμὸς δὲν μᾶς ἐπέτρεψε νὰ διαμορφώσουμε μία ἀνατολικὴ πολιτικὴ – ἔστω κι ἂν στόχος μας πολιτικὸς ἦταν ἡ Ἀνατολή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης ἀποστρεφόταν τὴν τρέχουσα πολιτικὴ καὶ τὶς τότε ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἀξίες. Ἔβλεπε τοὺς ὁμοεθνεῖς του νὰ ἀγωνίζονται νὰ γίνουν μικροί, ἐνῷ ἡ ἱστορική τους ἀποστολὴ ἦταν νὰ γίνουν μεγάλοι. Βεβαίως 16 μῆνες μετὰ τὸ θάνατό του ἡ Ἑλλὰς εἶχε διπλασιασθεῖ ἐδαφικὰ καὶ δέκα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του εἶχε τριπλασιασθεῖ. Ἡ αὔξηση ὅμως αὐτὴ ἦταν στρατιωτικὴ κι ὄχι πολιτική, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Μεγάλη Ἰδέα πνίγηκε στὶς ὄχθες τοῦ Σαγγάριου καὶ στὶς ἀκτὲς τῆς Ἰωνίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως ἀργότερα ὁ Ἴων Δραγούμης, ἔβλεπε τὸ ζήτημα διαφορετικά. Μία ἄλλη χριστιανικὴ αὐτοκρατορία θὰ διαδεχόταν τὴ μουσουλμανικὴ καὶ θὰ ἔδινε νέα πνοὴ στοὺς ὑποταγμένους λαούς, μηδὲ τῶν Σλάβων, τῶν Ἀλβανῶν καὶ τῶν Μουσουλμάνων ἑξαιρουμένων. Δὲν φοβόταν τὴν Ἀνατολὴ ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε τὸ Βορρᾶ, φοβόταν τὴ Δύση γιὰ τὶς μικρὲς ἀξίες ποὺ προωθοῦσε στὸ χῶρο μας, ἀξίες ποὺ ἔκαναν τὸν Ἕλληνα ἀπὸ λαϊκὸ ἄρχοντα καὶ λαϊκὸ νοικοκύρη νὰ γίνεται μικρόψυχος καὶ χρηματόφιλος ἀστός. Ἕνα κλάσμα ἀνθρώπου.
Σὲ ἕνα μικρὸ – σχεδὸν ἐλάχιστο – ἀφήγημα ποὺ ἔγραψε τὸ 1907, ὑπὸ τὸν περίεργο τίτλο «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», ὑπάρχει σὰν καταληκτικὴ ἡ καταπληκτικὴ ἐρωτηματικὴ φράση:
– «Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»
Ἰδού, λοιπόν, τὸ πολιτικό μας πρόβλημα, ὅπως τὸ ἔθεσε τότε καὶ γιὰ τώρα ὁ Παπαδιαμάντης· γιατὶ τὸ ἐρώτημα τοῦτο παραμένει καὶ τώρα ἐπίκαιρο.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης. Ἕνας μεγάλος συγγραφέας, ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας όλων των εποχών καὶ μεγάλος πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔζησε μία ζωὴ στὰ πλαίσια τῆς ἁγιοσύνης, ἔχοντας γιὰ συντροφιὰ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους τοῦ νησιοῦ του καὶ τῆς πόλης, τὸν ἄσβεστο ἔρωτά του πρὸς τὴ φύση, καὶ τὴ θρησκευτικὴ λατρεία του πρὸς τὶς παραδόσεις, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς πατρίδας μας. Υπήρξε πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης.
Και τώρα πρέπει να κλείσω όπως ξεκίνησα. Ο αείμνηστος καθηγητής μας Στάθης Πελαγίδης και φίλος μου με τον οποίο συνεργασθήκαμε και στο Δήμο (μαθητικοί διαγωνισμοί κλπ.), μας δίδαξε στο Λύκειο ένα άγνωστο κείμενο από τον Πλάτωνα, το οποίο έπεσε και στις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ το 1973: «πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται». Απόδοση σε ελεύθερη μετάφραση: «Κι αυτή η επιστήμη, άμα χωρίζεται από τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές, αποκαλύπτεται ως πανουργία κι όχι ως σοφία.»
Προ ετών το δίδαξα κι εγώ στους μαθητές και μαθήτριες της Γ’ Λυκείου στο Δήμο μου. Κι έπεσε ως θέμα στις εξετάσεις, μέσα από ένα απόσπασμα της ομιλίας του Ακαδημαϊκού καθηγητή ιατρού Γρηγορίου Σκαλκέα.
Ευχαριστώ τον Δήμαρχο και τον Δήμο της ιδιαίτερης Πατρίδας μου της Τσάκονης Καστοριάς, τους αυτοδιοικητικούς και τους συμμαθητές μου και τις συμμαθήτριές μου της τάξης του 1973 στο Λύκειο Καστοριάς. Σας ευχαριστώ.